- ἄσκωμα
- ἄσκωμαleather paddingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ἄσκωμ' — ἄσκωμα , ἄσκωμα leather padding neut nom/voc/acc sg ἄ̱σκωμαι , ἀσκόομαι perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκωμάτων — ἄσκωμα leather padding neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκώμασι — ἄσκωμα leather padding neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκώμασιν — ἄσκωμα leather padding neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκώματα — ἄσκωμα leather padding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκώματι — ἄσκωμα leather padding neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκώματος — ἄσκωμα leather padding neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek